- εφορεία
- και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασίανεοελλ.1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»),2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και τον έλεγχο τής εισπράξεώς τους («η Α΄ Οικονομική Εφορία»)3. συνεκδ. το κατάστημα όπου εδρεύει η υπηρεσία τής βεβαιώσεως και εισπράξεως τών φόρων τού Δημοσίου4. συνεκδ. οι έφοροι, η συναρχία τών εφόρων5. φρ. «Εφορία Υλικού Πολέμου»α) υπηρεσία τού στρατού στο παρελθόν που μεριμνούσε για τη φύλαξη και επισκευή τού πολεμικού υλικούβ) το κατάστημα στο οποίο έδρευε η υπηρεσία αυτήμσν.1. εκκλ. επισκοπή, επισκοπική περιφέρεια, έδρα επισκόπου2. επικράτεια, κράτοςαρχ.1. η αρχή, το αξίωμα τού εφόρου στη Σπάρτη2. εξουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η συνήθης, επικρατούσα γραφή τής λ. στην Αρχαία είναι εφορεία με -ει-, που δείχνει πως η λ. συνδεόταν παραγωγικά προς το εφορεύω μάλλον παρά προς το έφορος, οπότε θα εδικαιολογείτο γραφή με -ι- (εφορία)πρβλ. μαντεία (< μαντεύω - μάντις), αλλά χειρομαντία (χειρόμαντις), λατρεία (< λατρεύω), αλλά ειδωλολατρία (< ειδωλολάτρης) κ.τ.ό.].
Dictionary of Greek. 2013.